ποικιλοδέρμων

ποικιλοδέρμων
ποικῐλο-δέρμων, ον, gen. ονος,
A piebald,

πῶλοι E.IA226

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλοδέρμων — ον, Α αυτός που έχει παρδαλό δέρμα, αιολόδερμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δέρμων (< δέρμα), πρβλ. τραχυ δέρμων] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοδέρμονας — ποικιλοδέρμων piebald masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόδερμος — ον, Μ ποικιλοδέρμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”